βεντάλια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βεντάλια | οι | βεντάλιες |
γενική | της | βεντάλιας | — | |
αιτιατική | τη | βεντάλια | τις | βεντάλιες |
κλητική | βεντάλια | βεντάλιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβεντάλια θηλυκό
- πτυσσόμενο αντικείμενο που χρησιμοποιείται για να κάνεις αέρα. Ανάλογα με τη χώρα προέλευσης, διαφέρει το σχήμα και τα υλικά κατασκευής. Συνηθέστερα η βάση είναι ξύλινη και το κυρίως σώμα υφασμάτινο
- οτιδήποτε έχει παρόμοιο σχήμα, πχ η ουρά του παγονιού
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- βεντάλια στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία βεντάλια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βεντάλια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας