ριπίδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ριπίδιο | τα | ριπίδια |
γενική | του | ριπίδιου & ριπιδίου |
των | ριπίδιων & ριπιδίων |
αιτιατική | το | ριπίδιο | τα | ριπίδια |
κλητική | ριπίδιο | ριπίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ριπίδιο < ελληνιστική κοινή ῥιπίδιον < αρχαία ελληνική ῥιπίς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾiˈpi.ði.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρι‐πί‐δι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαριπίδιο ουδέτερο
- αρχαίο ελληνικό σκεύος, βεντάλια
- άλλες μορφές: ριπίδι
- λειτουργικό σκεύος της εκκλησίας, το οποίο χρησίμευε για να απομακρύνει τα έντομα από τα τίμια δώρα
- (γεωλογία) γεωλογικός σχηματισμός που μοιάζει με βεντάλια, π.χ. αλλουβιακό ριπίδιο
- (βοτανική) (rhipidium): τύπος ταξιανθίας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ριπίδιο
|