ριπίδι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ριπίδι | τα | ριπίδια |
γενική | του | ριπιδιού | των | ριπιδιών |
αιτιατική | το | ριπίδι | τα | ριπίδια |
κλητική | ριπίδι | ριπίδια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ριπίδι < ελληνιστική κοινή ῥιπίδιον < αρχαία ελληνική ῥιπίς
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ριπίδι ουδέτερο
- χειροκίνητο όργανο αερισμού προσώπου, βεντάλια
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ριπίδι
|