↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ριπιδοειδής η ριπιδοειδής το ριπιδοειδές
      γενική του ριπιδοειδούς* της ριπιδοειδούς του ριπιδοειδούς
    αιτιατική τον ριπιδοειδή τη ριπιδοειδή το ριπιδοειδές
     κλητική ριπιδοειδή(ς) ριπιδοειδής ριπιδοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ριπιδοειδείς οι ριπιδοειδείς τα ριπιδοειδή
      γενική των ριπιδοειδών των ριπιδοειδών των ριπιδοειδών
    αιτιατική τους ριπιδοειδείς τις ριπιδοειδείς τα ριπιδοειδή
     κλητική ριπιδοειδείς ριπιδοειδείς ριπιδοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ριπιδοειδής < ριπίδι + -ο- + -ειδής

  Επίθετο

επεξεργασία

ριπιδοειδής[1]

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: ριπιδοειδής