Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βεντάγια οι βεντάγιες
      γενική της βεντάγιας
    αιτιατική τη βεντάγια τις βεντάγιες
     κλητική βεντάγια βεντάγιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βεντάγια < λατινικά ventus = αέρας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βεντάγια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία