αναβλητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αναβλητικός, -ή, -ό
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- (νομικός όρος) αναβλητική ένσταση:
Συγγενικά επεξεργασία
- αναβλητικά
- αναβλητικότητα
- αναβλητικώς
- → δείτε τις λέξεις αναβάλλω και βάλλω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναβλητικός
|