ενεστώτας procrastinate
γ΄ ενικό ενεστώτα procrastinates
αόριστος procrastinated
παθητική μετοχή procrastinated
ενεργητική μετοχή procrastinating

Ετυμολογία

επεξεργασία
procrastinate < λατινική procrastinatum (αναβάλλω ως το πρωί) < procrastinare < pro- (μπροστά, εμπρός) + crastinus (που ανήκει στο αύριο, αυριανός) < cras (αύριο)

procrastinate (en) (αμετάβατο, επίσημο, κακόσημο)

  • χρονοτριβώ, αργοπορώ, καθυστερώ να κάνω κάτι που πρέπει να κάνω, συνήθως επειδή δεν θέλω να το κάνω
    παράδειγμα  Let’s not procrastinate any longer, because the train is leaving.
    Να μη χρονοτριβούμε άλλο, γιατί το τρένο φεύγει.
    παράδειγμα  Don’t procrastinate writing to him/getting dressed.
    Μην αργοπορήσεις να του γράψεις/να ντυθείς.
    παράδειγμα  procrastinating tactics - αναβλητική τακτική
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη delay

Συγγενικά

επεξεργασία