procrastinate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | procrastinate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | procrastinates |
αόριστος | procrastinated |
παθητική μετοχή | procrastinated |
ενεργητική μετοχή | procrastinating |
Ετυμολογία
επεξεργασία- procrastinate < λατινική procrastinatum (αναβάλλω ως το πρωί) < procrastinare < pro- (μπροστά, εμπρός) + crastinus (που ανήκει στο αύριο, αυριανός) < cras (αύριο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /prə(ʊ)ˈkrastɪneɪt/
Ρήμα
επεξεργασίαprocrastinate (en) (αμετάβατο, επίσημο, κακόσημο)
- χρονοτριβώ, αργοπορώ, καθυστερώ να κάνω κάτι που πρέπει να κάνω, συνήθως επειδή δεν θέλω να το κάνω
- ⮡ Let’s not procrastinate any longer, because the train is leaving.
- Να μη χρονοτριβούμε άλλο, γιατί το τρένο φεύγει.
- ⮡ Don’t procrastinate writing to him/getting dressed.
- Μην αργοπορήσεις να του γράψεις/να ντυθείς.
- ⮡ procrastinating tactics - αναβλητική τακτική
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη delay
- ⮡ Let’s not procrastinate any longer, because the train is leaving.