επιβεβλημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- επιβεβλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος επιβάλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιβεβλημένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου με αναδιπλασιασμό του ρήματος ἐπιβάλλω