↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιβεβλημένος η επιβεβλημένη το επιβεβλημένο
      γενική του επιβεβλημένου της επιβεβλημένης του επιβεβλημένου
    αιτιατική τον επιβεβλημένο την επιβεβλημένη το επιβεβλημένο
     κλητική επιβεβλημένε επιβεβλημένη επιβεβλημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιβεβλημένοι οι επιβεβλημένες τα επιβεβλημένα
      γενική των επιβεβλημένων των επιβεβλημένων των επιβεβλημένων
    αιτιατική τους επιβεβλημένους τις επιβεβλημένες τα επιβεβλημένα
     κλητική επιβεβλημένοι επιβεβλημένες επιβεβλημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επιβεβλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος επιβάλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιβεβλημένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου με αναδιπλασιασμό του ρήματος ἐπιβάλλω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pi.ve.vliˈme.nos/

επιβεβλημένος -η -ο

  1. (λόγιο) που επιβάλλεται δια νόμου ή κανόνων
    και σπανιότερα: επιβλημένος
  2. (λόγιο) αναγκαίος, που πρέπει να πραγματοποιηθεί λόγω ανάγκης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία