επιβεβλημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιβεβλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος επιβάλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιβεβλημένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου με αναδιπλασιασμό του ρήματος ἐπιβάλλω
Προφορά
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαεπιβεβλημένος -η -ο
- (λόγιο) που επιβάλλεται δια νόμου ή κανόνων
- και σπανιότερα: επιβλημένος
- (λόγιο) αναγκαίος, που πρέπει να πραγματοποιηθεί λόγω ανάγκης