Επίθετο

επεξεργασία

incumbent (en)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

incumbent (en)

  1. ο κάτοχος (μιας θέσης στη δημόσια διοίκηση)
  2. ο επωφελούμενος από κάτι

Συγγενικά

επεξεργασία