Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δεσμευτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δεσμευτικ
ός
η
δεσμευτικ
ή
το
δεσμευτικ
ό
γενική
του
δεσμευτικ
ού
της
δεσμευτικ
ής
του
δεσμευτικ
ού
αιτιατική
τον
δεσμευτικ
ό
τη
δεσμευτικ
ή
το
δεσμευτικ
ό
κλητική
δεσμευτικ
έ
δεσμευτικ
ή
δεσμευτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δεσμευτικ
οί
οι
δεσμευτικ
ές
τα
δεσμευτικ
ά
γενική
των
δεσμευτικ
ών
των
δεσμευτικ
ών
των
δεσμευτικ
ών
αιτιατική
τους
δεσμευτικ
ούς
τις
δεσμευτικ
ές
τα
δεσμευτικ
ά
κλητική
δεσμευτικ
οί
δεσμευτικ
ές
δεσμευτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δεσμευτικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
δεσμευτικός, -ή, -ό
που
δεσμεύει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δεσμευτικός
γαλλικά
:
contraignant
(fr)