δεσμευτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαδεσμευτικά < δεσμευτικός
Επίρρημα
επεξεργασίαδεσμευτικά
- κατά τρόπο δεσμευτικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία δεσμευτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδεσμευτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δεσμευτικό