contraignant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | contraignant | contraignants |
θηλυκό | contraignante | contraignantes |
Επίθετο
επεξεργασίαcontraignant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | contraignant | contraignants |
θηλυκό | contraignante | contraignantes |
contraignant (fr)