επωφελούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επωφελούμενος < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος επωφελούμαι
Μετοχή
επεξεργασίαεπωφελούμενος, -η, -ο
- αποδέκτης οφέλους
- Ο Κάρολος, επωφελούμενος της ανωμάλου ταύτης καταστάσεως, έπεμψεν (1277) εις Πτολεμαϊδα τον Ρογήρον του Αγίου-Σεβερίνου (Roger de Saint-Sένérin), όστις βοηθούμενός υπό των Ναϊτών κατώρθωσε να γένηται μετ' ου πολύ κύριος της (Ιστορία της νήσου Κύπρου από της αγγλικής κατοχής μέρι σήμερον: μετά εισαγωγής περιλαμβανούσης βραχείαν περιγραφήν της όλης ιστορίας αυτής , τ. 1, Φίλιος Ζαννέτος, τυπ. Φιλοκαλίας, 1910 σελ. 723)