Ετυμολογία

επεξεργασία
εν ενεργεία < (καθαρεύουσα ) ἐν ἐνεργείᾳ (δοτική ενικού του ἐνέργεια)  δείτε τις λέξεις εν, ενέργεια και ενεργός  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

εν ενεργεία

  • (λόγιο) σε ενέργεια, σε ενεργή υπηρεσία
      στρατιωτικός εν ενεργεία, υπάλληλος εν ενεργεία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία