επιβλημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιβλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος επιβάλλω χωρίς αναδιπλασιασμό
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.pi.vliˈme.nos/
Μετοχή επεξεργασία
επιβλημένος -η -ο
- που έχει επιβληθεί
Άλλες μορφές επεξεργασία
- συχνότερα, λόγιο: επιβεβλημένος (με αναδιπλασιασμό)
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιβλημένος
|