υποβλητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποβλητικός < (υποβάλλω) υπο-βλη- + -τικός & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική suggestif[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.po.vli.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐βλη‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαυποβλητικός, -ή, -ό
- που υποβάλλει, καθηλώνει, που δημιουργεί αίσθημα κατάνυξης, που προκαλεί μεγάλη εντύπωση
- ⮡ υποβλητική ατμόσφαιρα, παρουσία, μουσική, απαγγελία, τελετή
- ※ Είν' αλήθεια ότι διάβαζε κάπως μονότονα, αλλ' αυτό ακριβώς έκανε την ανάγνωση πιο υποβλητική. (Κώστας Ταχτσής, Η γιαγιά μου η Αθήνα, 1979 [κείμενα])
Παράγωγα
επεξεργασία- υποβλητικά (επίρρημα)
Συγγενικά
επεξεργασία- υποβλητικότητα
- υποβολή
- → και δείτε τις λέξεις υποβάλλω και βλητικός
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ υποβλητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας