↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποβλητικός η υποβλητική το υποβλητικό
      γενική του υποβλητικού της υποβλητικής του υποβλητικού
    αιτιατική τον υποβλητικό την υποβλητική το υποβλητικό
     κλητική υποβλητικέ υποβλητική υποβλητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποβλητικοί οι υποβλητικές τα υποβλητικά
      γενική των υποβλητικών των υποβλητικών των υποβλητικών
    αιτιατική τους υποβλητικούς τις υποβλητικές τα υποβλητικά
     κλητική υποβλητικοί υποβλητικές υποβλητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υποβλητικός < (υποβάλλω) υπο-βλη- + -τικός & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική suggestif[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.po.vli.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πο‐βλη‐τι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

υποβλητικός, -ή, -ό

  • που υποβάλλει, καθηλώνει, που δημιουργεί αίσθημα κατάνυξης, που προκαλεί μεγάλη εντύπωση
    ⮡  υποβλητική ατμόσφαιρα, παρουσία, μουσική, απαγγελία, τελετή
    ※  Είν' αλήθεια ότι διάβαζε κάπως μονότονα, αλλ' αυτό ακριβώς έκανε την ανάγνωση πιο υποβλητική. (Κώστας Ταχτσής, Η γιαγιά μου η Αθήνα, 1979 [κείμενα])

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία