υποβλητικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποβλητικότητα | οι | υποβλητικότητες |
γενική | της | υποβλητικότητας | των | υποβλητικοτήτων |
αιτιατική | την | υποβλητικότητα | τις | υποβλητικότητες |
κλητική | υποβλητικότητα | υποβλητικότητες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποβλητικότητα < υποβλητικός + -ότης/-ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
υποβλητικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του υποβλητικού, η ικανότητα ενός έργου τέχνης να υποβάλλει
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποβλητικότητα
|