πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παντούφλα οι παντούφλες
      γενική της παντούφλας
    αιτιατική την παντούφλα τις παντούφλες
     κλητική παντούφλα παντούφλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
παντούφλα < παλαιά ιταλική pantufola με αποβολή του [o][1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παντούφλα θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία