πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δαντελένιος η δαντελένια το δαντελένιο
      γενική του δαντελένιου της δαντελένιας του δαντελένιου
    αιτιατική τον δαντελένιο τη δαντελένια το δαντελένιο
     κλητική δαντελένιε δαντελένια δαντελένιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δαντελένιοι οι δαντελένιες τα δαντελένια
      γενική των δαντελένιων των δαντελένιων των δαντελένιων
    αιτιατική τους δαντελένιους τις δαντελένιες τα δαντελένια
     κλητική δαντελένιοι δαντελένιες δαντελένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
δαντελένιος < δαντέλ(α) + -ένιος
ΔΦΑ : /ðan.teˈle.ɲos/ & /ðan.deˈle.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δαντελένιος
παλιότερος συλλαβισμός: δαντελένιος

δαντελένιος -ια -ιο

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία