Ετυμολογία

επεξεργασία
dentelle < → δείτε τις λέξεις dent και -elle

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dɑ̃.tɛl/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dentelle dentelles
 
Dentelle.

dentelle (fr) θηλυκό