νταντελένιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νταντελένιος | η | νταντελένια | το | νταντελένιο |
γενική | του | νταντελένιου | της | νταντελένιας | του | νταντελένιου |
αιτιατική | τον | νταντελένιο | την | νταντελένια | το | νταντελένιο |
κλητική | νταντελένιε | νταντελένια | νταντελένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νταντελένιοι | οι | νταντελένιες | τα | νταντελένια |
γενική | των | νταντελένιων | των | νταντελένιων | των | νταντελένιων |
αιτιατική | τους | νταντελένιους | τις | νταντελένιες | τα | νταντελένια |
κλητική | νταντελένιοι | νταντελένιες | νταντελένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νταντελένιος < νταντέλ(α) + -ένιος
Επίθετο επεξεργασία
νταντελένιος, -α, -ο [1]
- άλλη μορφή του δαντελένιος
- άλλες μορφές: ταντελένιος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ λήγουν σε -ντελένιος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)