λακ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- λακ < (άμεσο δάνειο) γαλλική laque
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λακ θηλυκό άκλιτο
- σπρέι φορμαρίσματος των μαλλιών
- ※ Αυτή ήταν η κυρία Νίτσα, μητέρα Μενελάου, ιδιοκτήτρια βίλας με κοτέτσι. Μαλλί κόκαλο από τη λακ, δαντελένιο ταγέρ μαύρο, καρφίτσα στο πέτο, καλσόν με ραφή -για μεγαλύτερη επισημότητα- και παντούφλα λουστρίνι- για μεγαλύτερη άνεση (Μαίρη Κόντζογλου, Περπάτα με τον άγγελό σου, εκδ. Μεταίχμιο, 2019)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- λακ < (άμεσο δάνειο) αγγλική Lak (language) γλώσσα Lak < лакку маз (/lakːu maz/)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λακ θηλυκό
- της οικογένειας γλωσσών του βορειοανατολικού Καυκάσου που μιλιέται στο Νταγκεστάν της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Γράφεται με κυριλλικό αλφάβητο (και παλαιότερα με λατινικό).