κυριλλικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυριλλικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική cyrillique[1] < Cyrille < μεσαιωνική ελληνική Κύριλλος < αρχαία ελληνική κύριος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.ɾi.liˈkos/
Επίθετο επεξεργασία
κυριλλικός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Κύριλλος
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ κυριλλικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας