κυριλλικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κυριλλικός < γαλλική cyrillique < Cyrille < μεσαιωνική ελληνική Κύριλλος < αρχαία ελληνική κύριος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.ɾi.liˈkos/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
κυριλλικός
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Κύριλλος