Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κύριλλος οι Κύριλλοι
      γενική του Κύριλλου
Κυρίλλου
των Κύριλλων
Κυρίλλων
    αιτιατική τον Κύριλλο τους Κύριλλους
Κυρίλλους
     κλητική Κύριλλε Κύριλλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κύριλλος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Κύριλλος < αρχαία ελληνική κύριος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κύριλλος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία