γλαγολιτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γλαγολιτικός < παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική глаголъ (glagolŭ: μιλώ, σχηματίζω ρηματικό τύπο)
Επίθετο
επεξεργασίαγλαγολιτικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στο Γλαγολιτικό αλφάβητο ή το γράμμα г ή έχει σχέση μ' αυτά
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία γλαγολιτικός