φορμάρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φορμάρισμα < φορμάρω
Ουσιαστικό επεξεργασία
φορμάρισμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα ή η ενέργεια του φορμάρω, το να δίνει κάποιος φόρμα ή την επιθυμητή μορφή
- το να βρίσκει κάποιος την καλή του φυσική κατάσταση
Μεταφράσεις επεξεργασία
φορμάρισμα
|