language
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
language | languages |
Ουσιαστικό επεξεργασία
language (en)
- η γλώσσα ως κώδικας επικοινωνίας
- ↪ The interpreter speaks three languages.
- Η διερμηνέας μιλάει τρεις γλώσσες.
- ↪ The interpreter speaks three languages.