δίπτερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δίπτερος | η | δίπτερη | το | δίπτερο |
γενική | του | δίπτερου | της | δίπτερης | του | δίπτερου |
αιτιατική | τον | δίπτερο | τη | δίπτερη | το | δίπτερο |
κλητική | δίπτερε | δίπτερη | δίπτερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δίπτεροι | οι | δίπτερες | τα | δίπτερα |
γενική | των | δίπτερων | των | δίπτερων | των | δίπτερων |
αιτιατική | τους | δίπτερους | τις | δίπτερες | τα | δίπτερα |
κλητική | δίπτεροι | δίπτερες | δίπτερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δίπτερος < αρχαία ελληνική δίπτερος < δι- + πτερόν < πέτομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peth₂- (πετώ)
Επίθετο
επεξεργασίαδίπτερος
- που έχει δύο φτερά / πτερά
- (αρχιτεκτονική) που τον περιβάλλει διπλή σειρά κιόνων