πτερό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πτερό | τα | πτερά |
γενική | του | πτερού | των | πτερών |
αιτιατική | το | πτερό | τα | πτερά |
κλητική | πτερό | πτερά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pteˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πτε‐ρό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτερό ουδέτερο
- (λόγιο) το φτερό
- (αρχαιολογία, αρχιτεκτονική) η σειρά κιόνων γύρω από αρχαίους ναούς
- ⮡ οι κίονες του πτερού κλίνουν προς το εσωτερικό
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
πτερ-
πτερ-
σημασία για την αρχιτεκτονική
σημασία φτερό με πτερ-
→ και δείτε τη λέξη φτερό με φτερ-
Μεταφράσεις
επεξεργασία κίονες ναού
|