αναπτερωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναπτερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναπτερώνω
Μετοχή
επεξεργασίααναπτερωμένος, -η, -ο και αναφτερωμένος
- που έχει αναπτερωθεί, που έχει ξαναβρεί το ηθικό του
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναπτερωμένος
|