πτερυγισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτερυγισμός αρσενικό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πτερυγίζω
- άλλες μορφές: πτερύγισμα, φτερούγισμα
- (ιατρική) αφύσικη ταχυκαρδία
- → δείτε τη λέξη μαρμαρυγή
Μεταφράσεις επεξεργασία
η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πτερυγίζω
|
ιατρική
|