πτερύγισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτερύγισμα ουδέτερο
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πτερυγίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πτερύγισμα
|
Πηγές
επεξεργασία- πτερύγισμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)