πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταχυκαρδία οι ταχυκαρδίες
      γενική της ταχυκαρδίας των ταχυκαρδιών
    αιτιατική την ταχυκαρδία τις ταχυκαρδίες
     κλητική ταχυκαρδία ταχυκαρδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ταχυκαρδία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική tachycardie < αρχαία ελληνική ταχύς (ταχυ-) + καρδία (καρδιά)
Η λέξη μαρτυρείται από το 1889

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταχυκαρδία θηλυκό

  1. (ιατρική) η παθολογική αύξηση της συχνότητας των παλμών της καρδιάς πέρα από τους 90 παλμούς ανά λεπτό
    παράδειγμα  υποφέρει από ταχυκαρδίες
     αντώνυμα: βραδυκαρδία
  2. (συνεκδοχικά) κάθε παρόμοια αύξηση των καρδιακών παλμών για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα
    παράδειγμα  με έπιασε ταχυκαρδία, όταν την είδα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία