Δείτε επίσης: ἄπτερος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άπτερος η άπτερος
άπτερη
το άπτερο
      γενική του απτέρου
άπτερου
της απτέρου
άπτερης
του απτέρου
άπτερου
    αιτιατική τον άπτερο την άπτερο
άπτερη
το άπτερο
     κλητική άπτερε άπτερε
άπτερη
άπτερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άπτεροι οι άπτεροι
άπτερες
τα άπτερα
      γενική των απτέρων
άπτερων
των απτέρων
άπτερων
των απτέρων
άπτερων
    αιτιατική τους απτέρους
άπτερους
τις απτέρους
άπτερες
τα άπτερα
     κλητική άπτεροι άπτεροι
άπτερες
άπτερα
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι.
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άπτερος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄπτερος[1] < στερητικό ἄ- + πτερ(όν) + -ος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.pte.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐πτε‐ρος

  Επίθετο

επεξεργασία

άπτερος, -ος/η, -ο

  1. (ζωολογία) που δεν έχει φτερά
    ⮡  Η αράχνη είναι άπτερο ζωΰφιο.
  2. (ελληνική μυθολογία, αρχαιολογία) προσωνυμία της θεάς Νίκης, όπως αναπαραστάθηκε χωρίς τα φτερά της, δηλώνοντας ότι δε θα φύγει ποτέ
    ⮡  Ο ναός της Απτέρου Νίκης βρίσκεται στην Ακρόπολη.
    ⮡  Το άγαλμα της Νίκης της Σαμοθράκης που βρίσκεται στο Λούβρο, δεν παριστάνει τη Νίκη άπτερη, αλλά με τα φτερά της.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. άπτερος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Όροι με άπτερος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)