↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υδρόπτερο τα υδρόπτερα
      γενική του υδρόπτερου
υδροπτέρου
των υδρόπτερων
υδροπτέρων
    αιτιατική το υδρόπτερο τα υδρόπτερα
     κλητική υδρόπτερο υδρόπτερα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υδρόπτερο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υδρόπτερο ουδέτερο

  • επιβατικό πλοίο με δύο πτερύγια που το ανυψώνουν ώστε να έχει λιγότερη επαφή με τα νερά κι έτσι να αναπτύσσει μεγαλύτερη ταχύτητα από άλλα σκάφη παρόμοιου μεγέθους

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία