δίπτερα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | δίπτερα | ||
γενική | των | δίπτερων | ||
αιτιατική | τα | δίπτερα | ||
κλητική | δίπτερα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δίπτερα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δίπτερος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδίπτερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (εντομολογία) μεγάλη τάξη εντόμων που περιλαμβάνει πολλά είδη
Υπώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδίπτερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του δίπτερος