μονόπτερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονόπτερος < ελληνιστική κοινή μονόπτερος < μονο- + αρχαία ελληνική πτερόν < πέτομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peth₂- (πετώ)
Επίθετο
επεξεργασίαμονόπτερος
- που έχει ένα φτερό / πτερό
- (αρχιτεκτονική) που τον περιβάλλει μία σειρά κιόνων
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μονόπτερος
|