Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονόπτερος η μονόπτερη το μονόπτερο
      γενική του μονόπτερου της μονόπτερης του μονόπτερου
    αιτιατική τον μονόπτερο τη μονόπτερη το μονόπτερο
     κλητική μονόπτερε μονόπτερη μονόπτερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονόπτεροι οι μονόπτερες τα μονόπτερα
      γενική των μονόπτερων των μονόπτερων των μονόπτερων
    αιτιατική τους μονόπτερους τις μονόπτερες τα μονόπτερα
     κλητική μονόπτεροι μονόπτερες μονόπτερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονόπτερος < ελληνιστική κοινή μονόπτερος < μονο- + αρχαία ελληνική πτερόν < πέτομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peth₂- (πετώ)

  Επίθετο επεξεργασία

μονόπτερος

  1. που έχει ένα φτερό / πτερό
  2. (αρχιτεκτονική) που τον περιβάλλει μία σειρά κιόνων

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία