μονόπτερων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμονόπτερων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του μονόπτερος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του μονόπτερος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μονόπτερος
μονόπτερων