Δείτε επίσης: πτηνά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Πτηνά
      γενική των Πτηνών
    αιτιατική τα Πτηνά
     κλητική Πτηνά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πτηνά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πτηνόν, όπως στην έκφραση «τὰ πτηνά» < πτηνός (αυτός που πετάει, ιπτάμενος)[1], μετάφραση για τον ταξινομικό όρο από τη νεολατινική Aves

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ptiˈna/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πτη‐νά

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πτηνά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • Aves στο species.wikimedia.org  

  Μεταφράσεις επεξεργασία