Δείτε επίσης: ᾠότοκος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ωοτόκος η ωοτόκος
ωοτόκα
το ωοτόκο
      γενική του ωοτόκου της ωοτόκου
ωοτόκας
του ωοτόκου
    αιτιατική τον ωοτόκο την ωοτόκο
ωοτόκα
το ωοτόκο
     κλητική ωοτόκε ωοτόκε
ωοτόκα
ωοτόκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ωοτόκοι οι ωοτόκοι
ωοτόκες
τα ωοτόκα
      γενική των ωοτόκων των ωοτόκων των ωοτόκων
    αιτιατική τους ωοτόκους τις ωοτόκους
ωοτόκες
τα ωοτόκα
     κλητική ωοτόκοι ωοτόκοι
ωοτόκες
ωοτόκα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ωοτόκος <(διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ᾠότοκος < ᾠόν (ωο-) + -τόκος (< τίκτω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.oˈto.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ω‐ο‐τό‐κος

  Επίθετο

επεξεργασία

ωοτόκος, -ος/α, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τους όρους ωο- και -τόκος

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία