ωο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ωο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ᾠο- < ᾠό(ν) (αβγό)
- για σύγχρονη ορολογία < (λόγιο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία oo- < αρχαία ελληνική ᾠόν
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ω‐ο-
Πρόθημα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ωο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας