Δείτε επίσης: ᾠο-

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ᾠο- < ᾠό(ν) (αβγό)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ω‐ο-

  Πρόθημα επεξεργασία

ωο-, ωό- & ω- πριν α

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία