Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωοζωοτόκος < ωόν + ζώον + τίκτω

  Επίθετο επεξεργασία

ωοζωοτόκος, -ος, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία