Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωόν < αρχαία ελληνική ᾠόν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ωόν ουδέτερο

  1. μονοτονική γραφή του ᾠόν, το αβγό
  2. εκφορά του αβγού στη ζωολογία και άλλες επιστήμες

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

όπως

  Μεταφράσεις επεξεργασία