ωορρηξία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ωορρηξία < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὠορρηξία < αρχαία ελληνική ᾠόν + ῥῆξις (< ῥήγνυμι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαωορρηξία θηλυκό (πιο συνηθισμένο στον ενικό)
- η ρήξη του ωοθυλακίου και η έξοδος του ωαρίου προς την πλησιέστερη σάλπιγγα, όπου μπορεί να γονιμοποιηθεί από ένα σπερματοζωάριο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ανωορρηξία
- → δείτε τις λέξεις ωό, αβγό και ρήξη
Μεταφράσεις
επεξεργασία ωορρηξία