ὠορρηξία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὠορρηξία < αρχαία ελληνική ᾠόν + ῥῆξις (< ῥήγνυμι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὠορρηξία θηλυκό στον ενικό (γενική: ὠορρηξίας)
- (καθαρεύουσα) η ωορρηξία
ὠορρηξία θηλυκό στον ενικό (γενική: ὠορρηξίας)