Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ωοθυλάκιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ωοθυλάκι
ο
τα
ωοθυλάκι
α
γενική
του
ωοθυλακί
ου
&
ωοθυλάκι
ου
των
ωοθυλακί
ων
αιτιατική
το
ωοθυλάκι
ο
τα
ωοθυλάκι
α
κλητική
ωοθυλάκι
ο
ωοθυλάκι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ωοθυλάκιο
<
ὠοθυλάκιον
στην
καθαρεύουσα
<
ᾠόν
+
θυλάκιον
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ωοθυλάκιο
ουδέτερο
σφαιρικό συσσωμάτωμα κυττάρων που σχηματίζεται στην
ωοθήκη
και περιέχει το
ωάριο
Δείτε επίσης
επεξεργασία
ωοθυλάκιο
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ωοθυλάκιο
αγγλικά
:
follicle
(en)
αλβανικά
:
gjëndër
(sq)
αζεριανά
:
follikül
(az)
βουλγαρικά
:
фоликул
(bg)
γαλλικά
:
follicule
(fr)
εσπεράντο
:
foliklo
(eo)
πολωνικά
:
pęcherzyk
(pl)
πορτογαλικά
:
folículo
(pt)
τουρκικά
:
folikül
(tr)