Ετυμολογία

επεξεργασία
ὠοθυλάκιον < ᾠόν + θυλάκιον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὠοθυλάκιον θηλυκό (γενική: ὠοθυλακίου και ὠοθυλακίων)