Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανωορρηξία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ανωορρηξί
α
οι
ανωορρηξί
ες
γενική
της
ανωορρηξί
ας
των
ανωορρηξι
ών
αιτιατική
την
ανωορρηξί
α
τις
ανωορρηξί
ες
κλητική
ανωορρηξί
α
ανωορρηξί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανωορρηξία
<
αν-
+
ωορρηξία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ανωορρηξία
θηλυκό
(
ιατρική
) η
απουσία
ωορρηξίας
Αντώνυμα
επεξεργασία
ωορρηξία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανωορρηξία
αγγλικά
:
anovulation
(en)
πολωνικά
:
anowulacja
(pl)