ωογονία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ωογονία | οι | ωογονίες |
γενική | της | ωογονίας | των | ωογονιών |
αιτιατική | την | ωογονία | τις | ωογονίες |
κλητική | ωογονία | ωογονίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ωογονία < (ελληνιστική κοινή) ᾠογονία ᾠόν + γίγνομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαωογονία θηλυκό
- → δείτε τη λέξη ωογένεση