πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωογένεση οι ωογενέσεις
      γενική της ωογένεσης* των ωογενέσεων
    αιτιατική την ωογένεση τις ωογενέσεις
     κλητική ωογένεση ωογενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ωογενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ωογένεση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)